- πασπαρτού
- πασπαρτού, το (λ. γαλλ., άκλ.), αντικλείδι για όλες τις κλειδαριές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πασπαρτού — το 1. κλειδί με το οποίο μπορούν να ανοιχθούν όλες οι κλειδαριές 2. λεπτό χαρτόνι στο οποίο επικολλάται φωτογραφία ή άλλη εικόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. passe partout «περνά από παντού»] … Dictionary of Greek